- βροντητά
- 1. επίρρ. с грохотом;2. (τα) 1) удары, раскаты грома; 2) перен. грохот, гром
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βροντητά — τα [βροντώ] αλλεπάλληλες βροντές ή δυνατοί κρότοι … Dictionary of Greek